ἐυφροσύνην

ἐυφροσύνην
εὐφροσύνη
mirth
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εὐφροσύνην — Εὐφροσύνη mirth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφροσύνην — εὐφρόσυνος cheery fem acc sg (attic epic ionic) εὐφροσύνη mirth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • веселиѥ — ВЕСЕЛИ|Ѥ (242), ˫А с. 1.Радость, веселье: Медъ въ веселиѥ дано бысть б҃гъмь. а не на пи˫аньство сътворено бысть. Изб 1076, 268 об.; христа бо възлюбиста. вьсѩко веселиѥ мирьскоѥ попьраста. Стих 1156 1163, 74; и призъвавъ митрополита съка||заше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • THALIa — una ex IX. Musis, ἀπὶ τοῦ θάλλειν, virere, seu florere, quod Poetarum fama nullô tempore marcescat. Horatius argutam eam appellat, l. 4. Carm. Od. 6. v. 25. Statius vero lascivam, l. 2. Sylv. 1. v. 116. Inventrix Geometriae et Agriculturae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… …   Dictionary of Greek

  • παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”